ταχυτέρᾳ

ταχυτέρᾳ
ταχυτέρᾱͅ , ταχύς
swift
fem dat sg (attic doric ionic aeolic)
ταχυτέρᾱͅ , ταχύτερος
swift
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταχυτέρα — ταχυτέρᾱ , ταχύς swift fem nom/voc/acc dual (ionic) ταχυτέρᾱ , ταχύς swift fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) ταχυτέρᾱ , ταχύτερος swift fem nom/voc/acc dual ταχυτέρᾱ , ταχύτερος swift fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύτερα — ταχύς swift neut nom/voc/acc pl (ionic) ταχύτερος swift neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυτέρας — ταχυτέρᾱς , ταχύς swift fem acc pl (ionic) ταχυτέρᾱς , ταχύς swift fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ταχυτέρᾱς , ταχύτερος swift fem acc pl ταχυτέρᾱς , ταχύτερος swift fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυτέραν — ταχυτέρᾱν , ταχύς swift fem acc sg (attic doric ionic aeolic) ταχυτέρᾱν , ταχύτερος swift fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • αερόσφυρα — Εργαλειομηχανή που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα τον οποίο διοχετεύει σε αυτήν ένας αεροσυμπιεστής. Η α. αντικατέστησε τη βαριά σφύρα ή βαριοπούλα του σιδηρουργού και του μηχανουργού. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., ανάλογα με τις διαστάσεις και τον… …   Dictionary of Greek

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • αναδάσωση — Αποκατάσταση της δασικής βλάστησης που έχει περιοριστεί ή καταστραφεί από διάφορες αιτίες, όπως είναι η υπερβολική και αλόγιστη αποψίλωση, οι πυρκαγιές, οι κατολισθήσεις εδαφών, οι επιδρομές παρασίτων κλπ. Η α. αποτελεί πρόβλημα ζωτικού… …   Dictionary of Greek

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”